- γομμαλάκα
- Μαλακή ρητίνη που εκκρίνεται από τους κλάδους διαφόρων δέντρων της Ινδίας, της Σουμάτρα και της Ταϊλάνδης, μετά το τσίμπημα του εντόμου κόκκος ο λάκκειος. Η γ. χρησιμοποιείται στη βιομηχανία βερνικιών και στο εμπόριο βρίσκεται με τη μορφή λεπτών και σκληρών φολίδων με χρώμα κίτρινο έως καστανό προς το κόκκινο.
Dictionary of Greek. 2013.